Η κοπέλα που τα σιγομουρμούριζε όλα

   

Η πόλη


Μόνος μου περπατώ στην πόλη
κι είναι βροχερή η μέρα,
έγινε ψυχρή, μαύρη οθόνη
και κανείς δεν λέει "καλημέρα"

Τα χρώματά τους άχρωμα
κι όλα θολά τα βλέπω
δεν έχω θέση κι άσχημα
λόγια, που δεν τα θέλω.

Θα 'θελα να ξανάγραφα
για 'κείνη την κοπέλα
που από τον λόγο της μέθαγα
και τα σιγομουρμούριζε όλα.

Μα, τόσα χρόνια που περάσαν
και όλοι αυτοί που πάνε;
Τα λόγια μου δεν άκουγαν
και τώρα με ζητάνε.

Εκείνη δεν φοβότανε
και τώρα δεν θυμάται,
παλιά μόνο ψιθύριζε
και τώρα με λυπάται.

Κρατώ, λοιπόν, τα χρώματα
ξένη και λυπημένη,
τα βάζω μέσα σε γράμματα
ξένη, μ' αγαπημένη.

                                                                                                  Τα πρόσωπα


Γελάω με τα πρόσωπά τους
ή μάλλον με την προσωπικότητά τους.
Θέλω να σταματήσω να πηγαίνω κοντά τους,
κι όμως με νοιάζουν τα μυστικά τους.

Πάλι σιγομουρμούρισε τις λέξεις,
η "για πάντα αγαπημένη",
νιώθει, λέει, θυμωμένη.
"Μα, μαζί μου γιατί παίζεις;"

Όπως πρέπει να κινούμαι,
μέσ' σ' αυτή την γελοία πόλη,
χαμογελαστός πάω καθ' όλη,
την διαδρομή που αυτοκτονούμε.

Φαίνεται η ντροπή σου στην φωνή,
συνάμα και το ψέμα.
Είχαμε συζήτηση για ένα άλλο θέμα,
μα, κανείς μαζί μου δεν συμφωνεί.

Η κοπέλα που τα σιγομουρμούριζε όλα,
σαν θάλασσα με δυνατή φουρτούνα.
Κι όλα πρέπει να κινούνται, όλα,
μα, στο τέλος, πάλι τα ψιθύρισε σε 'μένα.


Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε