Τίποτα δεν έχει σημασία

 Βράδυ πάλι, σ' εκείνη...

Όταν πήρε τη ζωή μου στα χέρια της,

κι είχε το πόνο μου απαλύνει.

Καθώς περνούσε πάνω απ' τις σκιές,

στο πεζοδρόμιο αφήνει,

πίσω της υπεκφυγές,

και το 'να μάτι κλείνει.


Ποτέ δε μίλησε γι' αυτές, σ' άλλους εκτός εμένα.

Ντρεπόταν μάλλον τις στιγμές, που κράταγα την πένα.

Καμία λέξη δεν είχα αλλάξει, κι όλες ήταν στο θέμα.

Μα δε τις πίστεψε η μικρή, τα 'βρισκε απωθημένα.


Ερχόταν κι έφευγε νωρίς, χωρίς πολλά να δίνει.

Κι αν κάτι δε βόλευε να πει, ήξερε να το ντύνει.

Γύρισε όλη της τη γη, δίχως να καταλήγει,

αν κάτι υπάρχει για να βρει ή αν το βρήκε ήδη.


Αχ, κι απ' τους δυο μας πιο πολύ, τάχα ποιος έχει φταίξει;

Εσύ που δεν ήρθες να με δεις ή εγώ που δεν είπα λέξη;

Σίγουρα θα καλόμαθες να παίζεις και με δύο,

αυτός που θέλει τη φωτιά, πρώτα μισεί το κρύο.


Γυρνώ κι όμως μόνος, δε νιώθω όπως εκείνη.

Σα να σβήνει η μέρα, το φως μες στην κλίνη.

Ο πόνος που θες τα βράδια να φθήνει,

να κλείσουν τα μάτια, να φύγει η οδύνη,

είναι ο ίδιος ως πάντα, θα σε πνίξει στη λίμνη.

Ψέματα σου 'παν, πως τάχα έχει γίνει,

ένα κάρμα ή μοίρα γι' αυτόν που σε θλίβει.

Στο τέλος ακόμα κι η συνείδηση εκείνη,

αν το βράδυ κοιμάσαι, οι εφιάλτες που δίνει,

είναι μόνο αέρας που σου χαρίζει τη λήθη.

Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε